agotar - ορισμός. Τι είναι το agotar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι agotar - ορισμός


agotar      
verbo trans.
1) Extraer todo el líquido que hay en una capacidad cualquiera. Se utiliza también como pronominal.
2) fig. Gastar del todo, consumir. Se utiliza también como pronominal.
3) fig. Cansar extremadamente. Se utiliza también como pronominal.
agotar      
Sinónimos
verbo
Antónimos
verbo
Palabras Relacionadas
agotar      
agotar (del sup. lat. "eguttare", de "gutta", gota)
1 tr. Extraer totalmente el agua de algún sitio. *Desaguar, *desecar.
2 tr. y prnl. Por extensión, *terminar[se]. *Gastar[se] completamente cualquier cosa. También cosas no materiales: "Agotar la paciencia de alguien. Agotar un tema".
3 tr. *Debilitar a alguien extremadamente. prnl. Llegar a debilidad extrema. tr. *Cansar a alguien extremadamente. prnl. Cansarse mucho.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για agotar
1. Ricky Rubio lleva camino de agotar los adjetivos elogiosos.
2. Debe agotar la legislatura, porque tiene temas pendientes.
3. Queremos cumplir el pacto del Tinell y agotar la legislatura.
4. Voy a agotar todas las posibilidades?.Legalmente, Silvia tiene razón.
5. Queremos agotar la legislatura con nuestros socios de gobierno.
Τι είναι agotar - ορισμός